- διχόγνωμος
- δῐχό-γνωμος, ον,A ambiguous, Sch.E.Or.890.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχόγνωμος — η, ο (Α διχόγνωμος, ον) νεοελλ. αυτός που διαφωνεί αρχ. αμφίβολος, αμφίλογος, διφορούμενος … Dictionary of Greek
διχογνώμων — διχόγνωμος ambiguous masc/fem/neut gen pl διχογνώμων divided between two opinions masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχόγνωμα — διχόγνωμος ambiguous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχογνώμων — διχογνώμων, ον (Α) διχόγνωμος … Dictionary of Greek
διχόφρων — διχόφρων, ον (Α) 1. διχόγνωμος* 2. εχθρικός, αντίθετος … Dictionary of Greek